- προσσκηνέω
- προσσκηνέω,A to be adjacent, ἐν Αἰθιοπία καὶ τοῖς -οῦσιν αὐτὴν τόποις prob. for προσκυνοῦσιν in Nech. in Cat.Cod Astr.7.140.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.